κωμητικά

κωμητικά
κωμητικός
of a
neut nom/voc/acc pl
κωμητικά̱ , κωμητικός
of a
fem nom/voc/acc dual
κωμητικά̱ , κωμητικός
of a
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κωμητικάς — κωμητικά̱ς , κωμητικός of a fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμητικός — κωμητικός, ή, όν (AM) [κωμήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κώμη («κωμητικὰ τείχη», Συνέσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”